Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

Βάλτος: «Φέρτε πίσω το όνομά μου!!!»

Γράφει η Ντίνα Γκαναβία
   Το ιστορικό όνομα ενός τόπου είναι ιερό σύμβολο, σημείο αναφοράς των κατοίκων του. Διαγράφει μια αδιάλειπτη διαδρομή. ΔΕΝ μεταβάλλεται, ΔΕΝ αλλοιώνεται, ΔΕΝ μολύνεται σε χαλκεία πονηρών ωφελιμιστών.
Το όνομα  ΒΑΛΤΟΣ  έχει μια μακραίωνη   ι σ τ ο ρ ί α,   αναβαπτίστηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και της Επανάστασης, «μυρώθηκε» με το αίμα των αρματολών και κλεφτών της περιοχής που θυσιάστηκαν για να είναι αυτός ο τόπος ελεύθερος.  Και επειδή τα οστά αυτών των Εθνομαρτύρων, τρίζουν αυτό τον καιρό από το ανοσιούργημα που συντελείται και αισθάνονται προδομένοι…. ας κάνουμε μια αναδρομή στους αγώνες και τη θυσία τους, έτσι, σαν ένα άτυπο μνημόσυνο:

                                                                                                              [Παλικάρι της Σελλαίδος – αρματολός περιοχής της Ηπείρου κοντά στο όρια με την Αιτωλοακαρνανία. Επιχρωματισμένο σχέδιο του L. Dupre.  Ο πολεμιστής εικονίζεται με τον πρέποντα στολισμό και τα άρματά του: Πιστόλες στο σελάχι της μέσης, σπάθα κρεμασμένη στο πλευρό,  χρυσοπλούμιστο γελέκο θώρακα (Luis Dupre «Ταξίδι στην Αθήνα και την  Κωνσταντινούπολη», ελ. Εκδ. «Ολκός» Αθήνα 1994).]      


   Οι αρματολοί και οι κλέφτες, απροσκύνητοι στις συγκρούσεις με τον κατακτητή διέθεταν στοιχεία από τα οποία μπορούσε να πλαστεί το ιδανικό πρότυπο του πολεμιστή πάνω στο οποίο ένας λαός, μέχρι πρότινος υπόδουλος, μπορούσε να θεμελιώσει την αυτοεκτίμηση και την υπερηφάνεια του για το παρελθόν του.
Έλλειψη πνευματικής, κοινωνικής μόρφωσης πολλές ήταν οι συγκρούσεις μεταξύ αρματολών και κλεφτών, ώσπου να δημιουργήσουν ένα ενιαίο μέτωπο κατά του κατακτητή.
Στη συμμετοχή τους στην Επανάσταση του ’21 ακολούθησαν δικές τους πρακτικές· αργότερα αποτέλεσαν το σώμα των άτακτων το οποίο διαλύθηκε το 1833.
Ο Βυζαντινός λόγιος, ιστορικός και άνθρωπος του παλατιού Νικηφόρος Γρηγοράς μας άφησε την περιγραφή των αρματολών που συνάντησε κάπου στη Μακεδονία το πρώτο μισό του 14ου αιώνα. Ενώ ταξίδευε προς τη Σερβία προς εκτέλεση αυτοκρατορικής αποστολής, συνάντησε ανθρώπους που στη θέα τους ο ίδιος και τα μέλη της συνοδείας του, πάγωσαν από φόβο.
Η όψη τους ήταν άγρια, ήταν βαριά οπλισμένοι και έδιναν την εντύπωση πως ήταν ληστές. Οι άνθρωποι όμως τους καθησύχασαν δηλώνοντας την ιδιότητά τους, πως ήταν «φύλακες των οδών». Η οπλοφορία ήταν προνόμιο που τους χορήγησε το οθωμανικό κράτος ως ανταμοιβή.
Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο παντοδύναμος τότε Αλή – Πασάς στράφηκε κατά των αρματολών. Βασικό καταφύγιο και ορμητήριο υπήρξε ο ορεινός κτηνοτροφικός χώρος της περιοχής. Οι ένοπλοι ραγιάδες ανέβηκαν στα βουνά για να αποφύγουν την κακομεταχείριση που υφίσταντο από τους Τούρκους και επίσης να αποφύγουν να πληρώνουν φόρους στους οθωμανούς κατακτητές.
Ανάμεσα στους αρματωλούς και οπλαρχηγούς του Βάλτου ξεχώριζε η οικογένεια Σταθαίων που διαφέντευε το αρματολίκι μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα με σημαντικότερο τον Γέρο – Δήμο Σταθά, ο οποίος συμμετείχε στην εξέγερση του 1770, στα γνωστά Ορλωφικά. Οι Σταθάδες ξεκληρίστηκαν το 1790 όταν, κατά διαταγή του Αλή – Πασά δολοφονήθηκαν οι γιοί του Δήμου, Γιαννάκης και Βασίλης. Ο πατέρας τους πέθανε λίγο αργότερα.
Το αρματολίκι του Βάλτου πέρασε τότε στα χέρια του Δημήτρη Καραΐσκου, εγγονού του γέρο – Σταθά κι έπειτα στα χρόνια της Επανάστασης στο γιο του Καραΐσκου, Ανδρέα Ίσκο.
Στο αρματολίκι των Αγράφων κυριάρχησε από τα μέσα του 17 αιώνα η φάρα των Μπουκουβαλαίων, που το εξουσίασε με μικρά διαλείμματα για περισσότερο από ενάμισο αιώνα, έως τις αρχές της Επανάστασης. Σημαντικότερος, της οικογένειας εμφανίζεται ο Γέρο – Γιάννης που ανέλαβε το αρματολίκι γύρω στο 1750 και έλαβε μέρος στα Ορλωφικά. Ο Αλή – Πασάς ανάγκασε τους Μπουκουβαλαίους να εγκαταλείψουν το αρματολίκι και στη θέση τους τοποθέτησε δικούς του δερβεναγάδες, τον Κώστα Λεπενιώτη, αδελφό του Κατσαντώνη. Και τέλος τον Γιαννάκη Ράγκο τον οποίο έδιωξε για λίγα χρόνια ο Καραϊσκάκης.
Ο φόβος και το μίσος του Αλή – Πασά για αυτούς τους αγωνιστές καταφαίνεται από έγγραφο που εστάλει εξ ονόματος και κατά διαταγήν του προς τα Ιόνια νησιά και αφορούσε τους αγωνιστές.
«Ο κύριος Αλή – Πασάς των Ιωαννίνων εις τα γράμματά του μου φανερώνει ότι μερικοί αυθάδεις εκ των Αλβανιτών έφυγαν από το μέρος της Αλβανιτίας και ευρίσκονται εις τα νησία όπου ελευθερώσαμεν από τους Φραντζέζους, δηλαδή οι Μπουκουβαλαίοι, οι Κοντογιανναίοι, ο Βλαχογιωργάκης, ο Σκυλοδήμος και άλλοι όπου έφυγαν από την Αλβανιτίαν οι οποίοι ευρίσκονται εις τα νησία. Όθεν ζητεί αυτός να του σταλθώσιν οι τοιούτοι ή να αποδιωχθώσιν από τα Νησία. Παραγγέλω εις τα Διοικήσεις Δεπουτατζιόνες και Κουκλάβα και εις όλους τους κατοίκους τούτων των νήσων όπου παρομοίους ανθρώπους να μη ήθελαν να βαστούν κοντά τους εις τας νήσους αλλά να τους αποδιώξωσιν εξ άπαντος. Και όλο αυτό να ενεργηθή το ογλυγορότερον περί ου αυστηρότητα εντέλλομαι. (Εκ της Ναυαρχίδος του Αγίου Παύλου εις τους Κορυφούς του, 17 Μαίου 1799, ΑΜΜΙΡΑΛΙΟΣ ΟΥΣΑΚΩΦ).»
Η οικογένεια Στόρναρη (ή Στουρνάρα) διαφέντευε το αρματολίκι του Αχελώου και μάλιστα ο Νικόλαος Στουρνάρας μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και έπαιξε σημαντικό ρόλο στα πολεμικά γεγονότα κατά την Επανάσταση του 1821. Σκοτώθηκε στο Μεσολόγγι κατά την έξοδο του 1826. Ο υπαρχηγός του Στορνάρη και γαμπρός του, Γρηγόρης Λιακάτας διακρίθηκε στη μάχη του Αιτωλικού και σκοτώθηκε στο Μεσολόγγι το 1824.
Στο αρματολίκι του Ραδοβιζίου εμφανίζονται και αλληλοδιαδέχονται η μία την άλλη, οι οικογένειες Καστανά, Γκαναβιαίων, με οπλαρχηγό τον Γκαναβία Βασίλη, έπειτα τον Κωνσταντίνο Πούλη και η οικογένεια Κοτελίδα με οπλαρχηγούς τον Μήτρο και Γιαννάκη.
Στο μεταξύ πολλοί Ηπειρώτες, ένοπλοι επαναστάτες, κατέφυγαν στο Βάλτο όπως οι Πούλιος, Δράκος, Μάλαμας, Κοτελίδας και πολλοί οπλαρχηγοί και κλέφτες των Αγράφων, ο Γιαννάκης Φαρμάκης, οι Συκάδες, οι Αραπογιανναίοι, τα παιδιά του Τσέλικα Μακρυγιάννη, ο Γεώργιος Χασιώτης, ο Κατσαντώνης και ο Κώστας Λεπενιώτης.
Ανάμεσά τους θρυλικότερη μορφή είναι ο Κατσαντώνης, καπετάνιος του οποίου πρωτοπαλίκαρο μετέπειτα ήταν ο αρματολός Γεώργιος Καραϊσκάκης.
Ο Κατσαντώνης  ήταν το φόβητρο του Αλή – Πασά και νέμεσης του τρομερού Βελή Γκέκα. Λημέριαζε στις βουνοκορφές, των Αγράφων και τις απάτητες χαράδρες του Βάλτου και του Άσπρου (του Αχελώου) μέχρι που αρρώστησε, προδόθηκε, πιάστηκε από τους Τούρκους και θανατώθηκε στα Γιάννενα το 1807.
Για την αλληλεγγύη, το ήθος και το φρόνημα των αγωνιστών, στα χρόνια της Επανάστασης μας αφηγείται ο Μακρυγιάννης ότι «στα ΄ρδια» δηλαδή στα ορδιά, στα στρατόπεδα πάντοτες γλεντούσαμεν» και φυσικά αυτό αποτελούσε τη συνέχεια μιας πολεμικής πρακτικής των κλεφτωαρματολών: το βράδυ στη σιγαλιά της νύχτας, στη σιγουργιά του λημεριού το τραγούδι θα βοηθούσε όχι μόνο στο γλέντι αλλά και στην ενδυνάμωση των δεσμών ανάμεσα στα μέλη των ομάδων.
Πολλά τα κλέφτικα τραγούδια που έθρεψαν γενιές  ανάμεσά τους το ξακουστό «¨Κάτω στου Βάλτου τα χωριά» που μάλιστα ήταν το επιθανάτιο τραγούδι, το κύκνειο άσμα των αγωνιστών.
Πολλά και τα πολεμικά γεγονότα που έλαβαν χώρα γύρω στην περιοχή μας με πρωταγωνιστές τους Βαλτινούς λεβέντες.
Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν η φοβερή καταστροφή των Γριβαίων της Βόνιτσας κοντά στο Αγγελόκαστρο κατά την εξέγερση του 1770. Η μάχη στο γεφύρι της Τατάρνας (το πρώτο πολεμικό γεγονός της Επανάστασης στη Δυτική Ελλάδα), όπου το 1821 ο Οδυσσέας Ανδρούτσος με λίγους καλόγερους εξολόθρευσαν την χρηματαποστολή του Χασάνμπεη – Γκέκα.
-       Αξιομνημόνευτη ήταν και η μάχη του Σοβολάκα στις 15 Γενάρη του 1823, όταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης εμπόδισε τα ασκέρια του Ομέρ Βριώνη να διαφύγουν προς την Ήπειρο.
-       Επίσης η Ναυμαχία στο νησί Διόνι, βόρεια από τις εκβολές του Αχελώου το Νοεμβριο του 1825, όταν η μοίρα του Ναυάρχου Μιαούλη αποτελούμενη από τριάντα σκάφη, συγκρούστηκε με διπλάσια τουρκική δύναμη την οποία έτρεψε σε φυγή με αρκετές απώλειες, και τα τρομερά γεγονότα της δεύτερης πολιορκίας του Μεσολογγίου και της ηρωικής εξόδου.
Δεν πρέπει να παραλείψω τον ξεσηκωμό των Βαλτινών για Λευτεριά όταν ξέσπασαν τα «Ορλωφικά» στο Μοριά. Δυστυχώς το 1794 ο Γιουσούφ Αράπης με χιλιάδες Τουρκοαλβανούς κατέπνιξε την Επανάσταση και κατασφαγιάστηκαν εκατοντάδες Βαλτινοί.
Επειδή λοιπόν αγωνίστηκαν και θανατώθηκαν στα αιματοβαμμένα χώματα του Βάλτου για Λευτεριά ως Βαλτινοί Αγωνιστές.
Επειδή ουδείς έχει το δικαίωμα να βεβηλώνει και να παραποιεί με ιδιοτέλεια και ανακρίβειες την τοπική ιστορία και το καθαγιασμένο όνομά της.
Θα λογοδοτήσετε στην ιστορία και θα στιγματιστείτε από τους επιγιγνόμενους.
Η ιστορία δεν γράφεται με μολυβοκόνδυλα και μυθολογίες · γράφεται με θυσίες και σπονδές. Έχει δυνατούς πυλώνες από αίμα και κόκαλα ηρώων.
Ξεθάψατε από τη μυθολογία τον Αμφίλοχο περί του οποίου οι αρχαίοι ιστορικοί, όπως ο Ησίοδος (αποσ. 279) και Απολλόδωρος, (Επιτομή 6,19) γράφουν ότι «οι μάντεις Μόψος και Αμφίλοχος κτυπήθηκαν μεταξύ τους στην πόλη Μάλλο της Κιλικίας.
Το αποτέλεσμα της μονομαχίας είναι να σκοτωθούν και οι δύο. Τους θάβουν κοντά στον ποταμό Πύραμο και ανάμεσα στους δύο τάφους υψώνουν, πάνω σ’ ένα λόφο που λεγόταν Μάγαρσος, ένα πύργο ψηλό, για να μην μπορούν ούτε νεκροί… να αντικρύζονται.
Αντίθετα οι ψυχές των προγόνων μας, όπως άλλοτε, φέρνουν ρομφαία αγγέλου και ξεδιπλώνουν για χάρη μας τη δύναμή τους στον ουρανό του Βάλτου, γλεντοκοπάνε με σταυραϊτούς και αγίους στο ασκητήριο της Καλάνας στο απέραντο φως του θεού Ήλιου.
Επειδή με διάφορα πυροτεχνήματα, ακαδημαϊκές πομφόλυγες και δικολαβικές τεχνικές προσπαθείτε να κερδίσετε την συμπάθεια, συμπατριωτών μας, που αρκετοί δεν έχουν τις ιστορικές γνώσεις, υιοθετήσατε, νομοθετήσατε… και σε άλλα με υγείαν!!!
Επειδή υπερβήκατε τα κοινωνικά παραδεκτά πρότυπα και το ιστορικό, πολιτισμικό υπόβαθρο της κοινωνίας μας και αρπάξατε με βίαιο τρόπο το όνομά μας, ο ίδιος ο Βάλτος με το στόμα των ανθρώπων του βροντοφωνάζει: «Φέρτε πίσω το όνομά μου»!!.


                                                                                                                                                                                                                                                                                          

Δεν υπάρχουν σχόλια: